εγγυοδοτώ — ( έω) δίνω εγγύηση, εγγυώμαι για άλλον … Dictionary of Greek
εγγυοδοτώ — εγγυοδότησα 1. δίνω εγγύηση, εγγυούμαι. 2. πληρώνω ως εγγύηση το ποσό που ορίστηκε με εγγυοδοσία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)